«Σιγά μην κάτσω και στο σπίτι να κλαίω τη μοίρα μου»!..
Η μαρτυρία ενός απλού ανθρώπου, μιας γυναίκας, που ζει στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας και που η ανάγκη για εισόδημα την έφερε να κάνει τη δικιά της...
σπιτική επιχείρηση.
«Σιγά μην πάω να δουλέψω για δεκαπέντε ευρώ στο εννιάωρο. Σιγά μην κάτσω και στο σπίτι να κλαίω τη μοίρα μου. Πριν από μερικές μέρες ήρθε να με δει ένας από τους ελάχιστους λάιβ φίλους μου. Εννοώ από αυτούς που σου χτυπάνε την πόρτα, σε παίρνουν ένα τηλέφωνο κλπ. Έχω λίγους φίλους τέτοιους. Αλλά είναι σημαντικοί. Είναι τέτοιοι που δεν αισθάνεσαι ότι χρειάζεσαι περισσότερους. Και από τον κόσμο του Ίντερνετ, δυο τρεις μεγάλες καρδιές που πατάνε στη γη και δεν ξέρουν τι θα πει καλάμι. Αυτοί όλοι μου είναι αρκετοί. Για σας τα λέω Ελένη Σ και Ελένη Γ και Κωνσταντίνα και γιατρίνα που σου υποσχέθηκα ότι θα σου τηλεφωνήσω μόλις γυρίσω στην Αθήνα και ακόμα δεν το έκανα, συγχωράτε με, ακόμα βάφω, στοκάρω, και τραμπαλίζομαι πάνω στη σκάλα. Σήμερα μιλάω για τον φίλο μου τον Ρένο, που ήρθε εδώ τις προάλλες. Καθίσαμε τα είπαμε, χάρηκα που διατηρεί τα κουράγια και τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες, χάρηκα που τον είδα αν και τον έβγαλα με ένα ξερό καφέ. Δεν τον έπεισα να πάρει πίσω το χαρτζιλικάκι που ήθελε ντε και καλά να μου αφήσει και όπως μου είπε το φύλαξα μέσα σε ένα κουτάκι να υπάρχει για όταν το χρειαστεί αυτός χεχε. Ωστόσο μου μπήκε ένας διάολος πάλι μέσα μου και άρχισα να το ξεροκοιτάζω. Όχι για να φάω κεικάκι όπως την άλλη φορά.
Αλλά για μια ιδέα που μου μπήκε στο μυαλό. Με είκοσι ευρώ μπορώ να ξεκινήσω επιχείρηση σκέφτηκα. Γουότ ιφ, φτιάξω ένα ταψί τυρόπιτα από την μοναδική μου και πάω να το πουλήσω στη λαϊκή την Τρίτη; Χάνω τίποτα; Αν δεν πουλήσει θα το φέρω πίσω να το φάω με τη Μαρίτσα και το Ρένο που θα καλέσω εδώ. Και φτιάχνω αγαπημένοι μου το ταψί την Τρίτη, και το πάω. Αλλά άργησα να πάω γιατί το έβγαλα από το φούρνο στις έντεκα κι αυτοί στους πάγκους τρώνε μεταξύ οκτώ και εννιά, ξυπνάνε βλέπετε από τα χαράματα. Όχι εδώ όχι εκεί, φώναζα εγώ, τυρόπιτα σπιτική με χειροποίητο φύλλο, άλφα άλφα ποιότητα. Μέχρι που ένας με φωνάζει. Κοπελιά, έφαγα αλλά για έλα εδώ, να δούμε τι έφτιαξες. Πάω εκεί, του δείχνω το ταψί, βάλε μου ένα κομμάτι λέει. Βάζω, δυο ευρώ το κομμάτι αλλά όχι κομματάκι για δυο άτομα είναι αυτό. Παίρνει δαγκώνει, φτηνά τη δίνεις μου λέει. Κι αυτό ήταν. Φέρε ο ένας και φέρε ο άλλος, άδειασε το ταψί και έβγαλα είκοσι ευρώ. Είχα δώσει δέκα για υλικά.
Την ώρα εκείνη περνάει και ο καφετζής δίπλα μου, τι κάνεις εδώ Ελένη; Πουλάω τυρόπιτα δικιά μου. Για φέρε ένα ταψί το πρωί από το καφενείο. Και τώρα ετοιμάζομαι να βγάλω από το φούρνο, έγινε δηλαδή να έχω το νου μου μη το κάψω, ένα ταψί για το καφενείο. Περιττό να σας πω άρχισα να κοιτάζω που υπάρχουν λαϊκές όλη την εβδομάδα κοντινές με την Καισαριανή. Χε χε. Ρε λες;»
lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου