Ψευδο – Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 3.48 – 56
[Μτφρ. Απόστολου Παπανδρέου : Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, τόμος Β', εκδ. Αφών Τολίδη Ο.Ε., Αθήνα 1984]
48 Μετά το θάνατο του Αμφίονος παρέλαβε τη βασιλεία (εννοείται στη Θήβα) ο Λάιος. Παντρεύτηκε την Ιοκάστη ή, όπως λένε μερικοί, Επικάστη, θυγατέρα του Μενοικέως, και, ενώ οι χρησμοί του μηνούσαν να μην κάμει παιδιά, γιατί το παιδί που θα γεννηθεί θα τον σκοτώσει, αυτός τύφλα στο μεθύσι πλάγιασε με τη γυναίκα του. Κι όταν γεννήθηκε το παιδί τό ‘δωσε στο βοσκό να το παραπετάξει, αφού πρώτα του τρύπησε τους αστραγάλους με καρφιά.
49 Ο βοσκός λοιπόν απόθεσε το βράφος στον Κιθαιρώνα, το βρίσκουν όμως οι βουκόλοι του Πολύβου, του βασιλιά των Κορινθίων και το πηγαίνουν στη γυναίκα του βασιλιά, την Περίβοια (η βασίλισσα παραδίδεται αλλού και ως Μερόπη. Μια άλλη, πάντως, παράδοση θέλει τον βοσκό να λυπάται το βρέφος και να το παραδίδει ο ίδιος). Εκείνη υιοθέτησε το παιδί (το βασιλικό ζεύγος της Κορίνθου δεν είχε παιδιά), του θεράπευσε τα πόδια και το ονόμασε Οιδίποδα γιατί είχε πρήξιμο στα πόδια απ’ τις πληγές (Οἰδίπους : από το οἰδέω = πρήζομαι και πούς = πόδι).
50 Όταν μεγάλωσε το παιδί οι συνομήλικοί του τον έβριζαν νόθο από φθόνο, γιατί ξεχώριζε απ’ όλους στη δύναμη και το θάρρος. Κι αυτός ρωτούσε και ξαναρωτούσε την Περίβοια για να μάθει την αιτία, αλλά τίποτε. Πηγαίνει λοιπόν κι αυτός στους Δελφούς και ζητά να μάθει για τους γονείς του. Κι ο θεός του απάντησε να μη γυρίσει στην πατρίδα, γιατί θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα ζευγαρωθεί με τη μάνα του.
51 Μόλις τ’ άκουσε, νομίζοντας πραγματικούς τους θετούς γονείς του, αφήνει την Κόρινθο και περνώντας με το άρμα του μεσ’ απ΄τη Φωκίδα συναντά σ’ ένα δρόμο στενό το Λάιο που περνούσε πάνω στο άρμα. Κι όπως ο Πολυφόντης, ο κήρυκας του Λάιου, τον διέταξε να παραμερίσει και του σκότωσε μάλιστα το ένα απ’ τ’ άλογά του, επειδή δεν υπάκουσε κι αργοπορούσε, ο Οιδίπους πάνω στο θυμό του σκοτώνει τον Πολυφόντη και το Λάιο μαζί και τραβάει για τη Θήβα.
52 Το Λάιο τον έθαψε ο Δαμασίστρατος, ο βασιλιάς των Πλαταιέων και τη βασιλεία την παίρνει ο Κρέων, ο γιος του Μενοικέως. Επί της βασιλείας του Κρέοντος μεγάλη συμφορά πλάκωσε στη Θήβα. Η Ήρα δηλαδή έστειλε εκεί τη Σφίγγα, ένα τέρας γεννημένο απ’ τον Τυφώνα και την Έχιδνα, που είχε πρόσωπο γυναίκας, στήθος, πόδια και ουρά λιονταριού και φτερούγες πουλιού. Έμαθε λοιπόν απ’ τις μούσες ένα αίνιγμα και θρονιασμένη στο Φίκιο όρος το πρότεινε στους Θηβαίους.
53 Να ποιο ήταν το αίνιγμα : Τί είν’ αυτό που, ενώ έχει μια φωνή, γίνεται τετράπουν και δίπουν και τρίπουν; Υπήρχε χρησμός στους Θηβαίους που έλεγε, ότι τότε θα απαλλαγούν απ’ τη Σφίγγα, όταν λύσουν το αίνιγμα. Γι’ αυτό συγκεντρώνονταν συχνά κι έσπαζαν τα κεφάλια τους να βρουν τί εννοεί το αίνιγμα. Κι όσο δεν τό ‘βρισκαν η Σφίγγα άρπαζε κι έναν και τον καταβρόχθιζε.
54 Κι αφού χάθηκε κόσμος πολύς και τελευταίος κι ο γιος του Κρέοντος, ο Αίμων, βάζει κήρυκα ο Κρέων να φωνάξει, ότι δίνει και τη βασιλεία και τη γυναίκα του Λάιου σ’ όποιον λύσει το αίνιγμα. Μόλις τ’ άκουσε ο Οιδίπους έλυσε το αίνιγμα απαντώντας, ότι είναι ο άνθρωπος. Γιατί, λέει είναι τετράποδος στη βρεφική του ηλικία, καθώς μπουσουλάει με τα τέσσερα, όταν μεγαλώνει γίνεται δίποδος και στα γηρατειά του παίρνει τρίτο πόδι, το ραβδί.
55 Κι η Σφίγγα γκρεμίστηκε απ’ την Ακρόπολη, ενώ ο Οιδίπους παρέλαβε τη βασιλεία, παντρεύτηκε χωρίς να ξέρει τη μητέρα του και γέννησε παιδιά μαζί της, αγόρια τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και θυγατέρες την Ισμήνη και την Αντιγόνη. Μερικοί λένε ότι τα παιδιά τά ‘κανε με τη Ευρυγάνεια, θυγατέρα του Υπέρφαντος.
56 Κι όταν αυτά τα φοβερά μυστικά ήρθαν στο φως η Ιοκάστη κρεμάστηκε με το σκοινί κι ο Οιδίπους έβγαλε τα μάτια του κι απομακρύνθηκε απ’ τη Θήβα, αφού καταράστηκε τους γιους τους, που ενώ τον έβλεπαν να διώχνεται απ’ την πόλη, δεν έτρεξαν να τον βοηθήσουν (καταράστηκε τους δυο γιούς του να κατέβουν στον Άδη σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο, όπως και έγινε. Αιτία της κατάρας, σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν το ότι παρέβησαν την εντολή του να μην κάνουν ποτέ χρήση των αρχαίων βασιλικών σκευών και το γεγονός ότι κάποτε, μετά από θυσία, δεν του έδωσαν την ωμοπλάτη, όπως άρμοζε σε βασιλιά). Και φτάνοντας με την Αντιγόνη στον Κολωνό της Αττικής όπου βρίσκεται το τέμενος των Ευμενίδων κάθησε ως ικέτης κι έγινε δεκτός απ’ τον Θησέα με φιλικά αισθήματα. Σε λίγον καιρό πέθανε.
koinos--nous
48 Μετά το θάνατο του Αμφίονος παρέλαβε τη βασιλεία (εννοείται στη Θήβα) ο Λάιος. Παντρεύτηκε την Ιοκάστη ή, όπως λένε μερικοί, Επικάστη, θυγατέρα του Μενοικέως, και, ενώ οι χρησμοί του μηνούσαν να μην κάμει παιδιά, γιατί το παιδί που θα γεννηθεί θα τον σκοτώσει, αυτός τύφλα στο μεθύσι πλάγιασε με τη γυναίκα του. Κι όταν γεννήθηκε το παιδί τό ‘δωσε στο βοσκό να το παραπετάξει, αφού πρώτα του τρύπησε τους αστραγάλους με καρφιά.
49 Ο βοσκός λοιπόν απόθεσε το βράφος στον Κιθαιρώνα, το βρίσκουν όμως οι βουκόλοι του Πολύβου, του βασιλιά των Κορινθίων και το πηγαίνουν στη γυναίκα του βασιλιά, την Περίβοια (η βασίλισσα παραδίδεται αλλού και ως Μερόπη. Μια άλλη, πάντως, παράδοση θέλει τον βοσκό να λυπάται το βρέφος και να το παραδίδει ο ίδιος). Εκείνη υιοθέτησε το παιδί (το βασιλικό ζεύγος της Κορίνθου δεν είχε παιδιά), του θεράπευσε τα πόδια και το ονόμασε Οιδίποδα γιατί είχε πρήξιμο στα πόδια απ’ τις πληγές (Οἰδίπους : από το οἰδέω = πρήζομαι και πούς = πόδι).
50 Όταν μεγάλωσε το παιδί οι συνομήλικοί του τον έβριζαν νόθο από φθόνο, γιατί ξεχώριζε απ’ όλους στη δύναμη και το θάρρος. Κι αυτός ρωτούσε και ξαναρωτούσε την Περίβοια για να μάθει την αιτία, αλλά τίποτε. Πηγαίνει λοιπόν κι αυτός στους Δελφούς και ζητά να μάθει για τους γονείς του. Κι ο θεός του απάντησε να μη γυρίσει στην πατρίδα, γιατί θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα ζευγαρωθεί με τη μάνα του.
51 Μόλις τ’ άκουσε, νομίζοντας πραγματικούς τους θετούς γονείς του, αφήνει την Κόρινθο και περνώντας με το άρμα του μεσ’ απ΄τη Φωκίδα συναντά σ’ ένα δρόμο στενό το Λάιο που περνούσε πάνω στο άρμα. Κι όπως ο Πολυφόντης, ο κήρυκας του Λάιου, τον διέταξε να παραμερίσει και του σκότωσε μάλιστα το ένα απ’ τ’ άλογά του, επειδή δεν υπάκουσε κι αργοπορούσε, ο Οιδίπους πάνω στο θυμό του σκοτώνει τον Πολυφόντη και το Λάιο μαζί και τραβάει για τη Θήβα.
52 Το Λάιο τον έθαψε ο Δαμασίστρατος, ο βασιλιάς των Πλαταιέων και τη βασιλεία την παίρνει ο Κρέων, ο γιος του Μενοικέως. Επί της βασιλείας του Κρέοντος μεγάλη συμφορά πλάκωσε στη Θήβα. Η Ήρα δηλαδή έστειλε εκεί τη Σφίγγα, ένα τέρας γεννημένο απ’ τον Τυφώνα και την Έχιδνα, που είχε πρόσωπο γυναίκας, στήθος, πόδια και ουρά λιονταριού και φτερούγες πουλιού. Έμαθε λοιπόν απ’ τις μούσες ένα αίνιγμα και θρονιασμένη στο Φίκιο όρος το πρότεινε στους Θηβαίους.
53 Να ποιο ήταν το αίνιγμα : Τί είν’ αυτό που, ενώ έχει μια φωνή, γίνεται τετράπουν και δίπουν και τρίπουν; Υπήρχε χρησμός στους Θηβαίους που έλεγε, ότι τότε θα απαλλαγούν απ’ τη Σφίγγα, όταν λύσουν το αίνιγμα. Γι’ αυτό συγκεντρώνονταν συχνά κι έσπαζαν τα κεφάλια τους να βρουν τί εννοεί το αίνιγμα. Κι όσο δεν τό ‘βρισκαν η Σφίγγα άρπαζε κι έναν και τον καταβρόχθιζε.
54 Κι αφού χάθηκε κόσμος πολύς και τελευταίος κι ο γιος του Κρέοντος, ο Αίμων, βάζει κήρυκα ο Κρέων να φωνάξει, ότι δίνει και τη βασιλεία και τη γυναίκα του Λάιου σ’ όποιον λύσει το αίνιγμα. Μόλις τ’ άκουσε ο Οιδίπους έλυσε το αίνιγμα απαντώντας, ότι είναι ο άνθρωπος. Γιατί, λέει είναι τετράποδος στη βρεφική του ηλικία, καθώς μπουσουλάει με τα τέσσερα, όταν μεγαλώνει γίνεται δίποδος και στα γηρατειά του παίρνει τρίτο πόδι, το ραβδί.
55 Κι η Σφίγγα γκρεμίστηκε απ’ την Ακρόπολη, ενώ ο Οιδίπους παρέλαβε τη βασιλεία, παντρεύτηκε χωρίς να ξέρει τη μητέρα του και γέννησε παιδιά μαζί της, αγόρια τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και θυγατέρες την Ισμήνη και την Αντιγόνη. Μερικοί λένε ότι τα παιδιά τά ‘κανε με τη Ευρυγάνεια, θυγατέρα του Υπέρφαντος.
56 Κι όταν αυτά τα φοβερά μυστικά ήρθαν στο φως η Ιοκάστη κρεμάστηκε με το σκοινί κι ο Οιδίπους έβγαλε τα μάτια του κι απομακρύνθηκε απ’ τη Θήβα, αφού καταράστηκε τους γιους τους, που ενώ τον έβλεπαν να διώχνεται απ’ την πόλη, δεν έτρεξαν να τον βοηθήσουν (καταράστηκε τους δυο γιούς του να κατέβουν στον Άδη σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο, όπως και έγινε. Αιτία της κατάρας, σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν το ότι παρέβησαν την εντολή του να μην κάνουν ποτέ χρήση των αρχαίων βασιλικών σκευών και το γεγονός ότι κάποτε, μετά από θυσία, δεν του έδωσαν την ωμοπλάτη, όπως άρμοζε σε βασιλιά). Και φτάνοντας με την Αντιγόνη στον Κολωνό της Αττικής όπου βρίσκεται το τέμενος των Ευμενίδων κάθησε ως ικέτης κι έγινε δεκτός απ’ τον Θησέα με φιλικά αισθήματα. Σε λίγον καιρό πέθανε.
koinos--nous
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου