Και όμως... Το δαχτυλίδι των Χόμπιτ είναι μύθος του Πλάτωνα!
Έμπνευση του Βρετανού συγγραφέα Τόλκιν η ιστορία με το δαχτυλίδι; Φυσικά και όχι. Για ακόμη μια φορά ένας ελληνικός μύθος έγινε "copy-paste". Αυτός, του Γύγη: O Πλάτωνας, στο Β΄ βιβλίο της «Πολιτείας» του και με το στόμα του Γλαύκωνα, επινοεί ένα μύθο.
Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας ονόματι Γύγης βρίσκει τυχαία ένα μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα. Την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντά του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ' τα πόδια του.
Κατέβηκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες.
Και το σημαντικότερο, φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Όταν ανέβηκε στην επιφάνεια διαπίστωσε ότι το εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας) προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά.
Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα.
Και πραγματικά έτσι έγινε.Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρα – συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση -τη δόξα και τον πλούτο.
Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί ο κοινός νους λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας συμφέρον.
Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή συμφέροντος: «αδικείν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα. Ένα δακτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία.
Διαπράχθηκε μια αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να αλλάξει νοοτροπία να παλέψει με το κακό να θεαθεί το φως δηλαδή το ωραίο, το δίκαιο, το αρμονικό,το αληθινό και τούτο γίνεται με ένα και μόνο όπλο σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ένα όπλο ανίκητο ακόμα και σήμερα: Την Ολοκληρωμένη Παιδεία.
[Ο Γύγης - ιστορικό πρόσωπο - ήταν βασιλιάς της Λυδίας κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Πήρε το θρόνο με τη βοήθεια της συζύγου του τελευταίου βασιλιά από τους απογόνους του Ηρακλή και ίδρυσε νέα δυναστεία των Μερμναδών. Με το μύθο συμφωνεί ως ένα βαθμό και το γεγονός, ότι είχε στο σκήπτρο του και ένα δαχτυλίδι με μεγάλο πολύτιμο λίθο.
Είναι επίσης γνωστό πως ήταν δραστήριος και ενεργητικός βασιλιάς και πως οδήγησε τη Λυδία και την πρωτεύουσα της, τις Σάρδεις, στην μεγαλύτερή της ακμή. Το βασίλειο του, συμπεριελάμβανε όλη τη δυτική Μικρά Ασία ως τον ποταμό Άλυ και η δυναστεία του έμεινε στην εξουσία πάνω από εκατό χρόνια.
Ο τελευταίος του απόγονος στο θρόνο της Λυδίας ήταν ο βασιλιάς Κροίσος, που έγινε ξακουστός για τα πλούτη του και για την κακή ερμηνεία που έδωσε στο χρησμό της Πυθίας.
Ο μύθος του Γύγη έχει εμπνεύσει και πολλούς σύγχρονους συγγραφείς. Ίσως περισσότερο γνωστό να τον έκανε το δράμα του Φρίντριχ Χέμπελ « Ο Γύγης και το δαχτυλίδι του» (1856). Στο χώρο της λογοτεχνίας ο μύθος αξιοποιήθηκε από τον Θεόφιλο Γκωτιέ στη νουβέλα του «Ο βασιλιάς Κανδαύλης» (1844) και στο θέατρο πάλι από τον Αντρέ Ζίντ στο ομώνυμο θεατρικό του έργο (1901). Το 1920 ο Α. Μπρυνώ έγραψε την όπερα «Κανδαύλης».]
[Γράφει η Ιωάννα Μπισκιτζή, Λέκτορας Κλασσικής φιλολογίας - Πηγή anogi.gr] defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου