Δικαστές και βουλευτές δικαιούται να έχουν αφορολόγητο το 25% των ακαθάριστων αποδοχών τους, σύμφωνα με απόφαση του Μισθοδικείου. Παράλληλα, κρίθηκαν εκ νέου αντισυνταγματικές οι πρόσφατες αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών των δικαστών.
Η πρόεδρος του...
Μισθοδικείου και αντιπρόεδρος του ΣΤΕ απεφάνθη ότι οι συνεχείς μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγιναν και η υποχρέωση αναδρομικής επιστροφής αποδοχών τους που νόμιμα είχαν εισπράξει, αντιβαίνει στα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει, το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες. Ειδικά, για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες.
Στην απόφαση σημειώνεται επίσης ότι προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας το Σύνταγμα αναγνωρίζει, «ευθέως και ρητώς με το άρθρο 87 παράγραφος 2, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (και δι’ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες, μέσω της οποίας πραγματοποιείται, αποτελεσματική διάκριση των λειτουργιών) προς την ανεξαρτησία των δικαστών».
Συνεπώς, σύμφωνα με το Μισθοδικείο, οι αποδοχές των δικαστών πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, αλλά «και επαρκείς να εξασφαλίσουν αφ’ ενός μεν την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή την διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και της αποστολής τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας λαμβανομένου υπ’ όψη ότι από το άρθρο 89 παράγραφος 1 του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόλησή τους με την απονομή του δικαίου και αφ’ ετέρου την απερίσπαστη εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών άσκηση των καθηκόντων τους».
Όπως αναφέρει η απόφαση του Μισθοδικείου, ναι μεν δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα συγκεκριμένο ύψος αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, αυτό όμως καθορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και σε συνδυασμό με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών. Πάντως, οι αποδοχές των δικαστών πρέπει να είναι σταθερές και να μην ανατρέπεται το μισθολογικό τους καθεστώτος με αιφνίδιες ή σοβαρές μειώσεις των αποδοχών τους, γιατί μόνον υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί να εξασφαλισθεί ότι θα είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης.
Συνεπώς, προσθέτει το Μισθοδικείο, οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναδρομική μείωση των αποδοχών των δικαστών είναι μη νόμιμες, καθώς η έκδοσή τους στηρίζεται σε αντισυνταγματικούς νόμους.
Βουλευτές και δικαστές δικαιούνται 25% φοροαπαλλαγή
Με άλλη, δεύτερη απόφαση του Μισθοδικείου κρίθηκε ότι οι δικαστές δικαιούνται, όπως και οι βουλευτές, 25% φοροαπαλλαγή επί των ακαθαρίστων αποδοχών τους.
Συγκεκριμένα, αυτή η δεύτερη απόφαση, αφού επαναλαμβάνει ότι το Σύνταγμα καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των τριών εξουσιών και εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστών, κ.λπ., αναφέρει ότι οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος και να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη.
Ακόμη, αναφέρεται ότι η πρόβλεψη του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ αναθεωρητικής Βουλής με την οποία απαλλάσσεται από φόρο το 25% των ακαθαρίστων βουλευτικών αποδοχών (αποζημιώσεως όπως αποκαλείται), ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς.
Κατόπιν αυτών, το Μισθοδικείο έκρινε ότι μη νόμιμα προϊστάμενος επαρχιακής Δ.Ο.Υ. απέρριψε το αίτημα δικαστικής λειτουργού που ζητούσε να αφαιρεθεί από το συνολικό ετήσιο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών της ποσό ίσο με το 25%.
Σημειώνεται ότι στο Μισθοδικείο συμμετέχουν καθηγητές των Νομικών Σχολών της χώρας, δικαστές και δικηγόροι. Επίσης, όταν συζητείται αγωγή δικαστή της ποινικής και πολιτικής Δικαιοσύνης (αρεοπαγίτη, εφέτη, κ.λπ.) προεδρεύει ο πρόεδρός ή αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και όταν συζητείται αγωγή δικαστή της Διοικητικής Δικαιοσύνης (συμβούλου Επικρατείας, διοικητικού εφέτη, κ.λπ.) προεδρεύει ο πρόεδρος ή αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Στο Μισθοδικείο έχουν προσφύγει δικαστικές Ενώσεις, δικαστές, εισαγγελείς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η πρόεδρος του...
Μισθοδικείου και αντιπρόεδρος του ΣΤΕ απεφάνθη ότι οι συνεχείς μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγιναν και η υποχρέωση αναδρομικής επιστροφής αποδοχών τους που νόμιμα είχαν εισπράξει, αντιβαίνει στα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει, το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες. Ειδικά, για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες.
Στην απόφαση σημειώνεται επίσης ότι προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας το Σύνταγμα αναγνωρίζει, «ευθέως και ρητώς με το άρθρο 87 παράγραφος 2, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (και δι’ αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες, μέσω της οποίας πραγματοποιείται, αποτελεσματική διάκριση των λειτουργιών) προς την ανεξαρτησία των δικαστών».
Συνεπώς, σύμφωνα με το Μισθοδικείο, οι αποδοχές των δικαστών πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, αλλά «και επαρκείς να εξασφαλίσουν αφ’ ενός μεν την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή την διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και της αποστολής τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας λαμβανομένου υπ’ όψη ότι από το άρθρο 89 παράγραφος 1 του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόλησή τους με την απονομή του δικαίου και αφ’ ετέρου την απερίσπαστη εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών άσκηση των καθηκόντων τους».
Όπως αναφέρει η απόφαση του Μισθοδικείου, ναι μεν δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα συγκεκριμένο ύψος αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, αυτό όμως καθορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και σε συνδυασμό με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών. Πάντως, οι αποδοχές των δικαστών πρέπει να είναι σταθερές και να μην ανατρέπεται το μισθολογικό τους καθεστώτος με αιφνίδιες ή σοβαρές μειώσεις των αποδοχών τους, γιατί μόνον υπό την προϋπόθεση αυτή μπορεί να εξασφαλισθεί ότι θα είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους απερίσπαστοι, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης.
Συνεπώς, προσθέτει το Μισθοδικείο, οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναδρομική μείωση των αποδοχών των δικαστών είναι μη νόμιμες, καθώς η έκδοσή τους στηρίζεται σε αντισυνταγματικούς νόμους.
Βουλευτές και δικαστές δικαιούνται 25% φοροαπαλλαγή
Με άλλη, δεύτερη απόφαση του Μισθοδικείου κρίθηκε ότι οι δικαστές δικαιούνται, όπως και οι βουλευτές, 25% φοροαπαλλαγή επί των ακαθαρίστων αποδοχών τους.
Συγκεκριμένα, αυτή η δεύτερη απόφαση, αφού επαναλαμβάνει ότι το Σύνταγμα καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των τριών εξουσιών και εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστών, κ.λπ., αναφέρει ότι οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος και να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη.
Ακόμη, αναφέρεται ότι η πρόβλεψη του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ αναθεωρητικής Βουλής με την οποία απαλλάσσεται από φόρο το 25% των ακαθαρίστων βουλευτικών αποδοχών (αποζημιώσεως όπως αποκαλείται), ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς.
Κατόπιν αυτών, το Μισθοδικείο έκρινε ότι μη νόμιμα προϊστάμενος επαρχιακής Δ.Ο.Υ. απέρριψε το αίτημα δικαστικής λειτουργού που ζητούσε να αφαιρεθεί από το συνολικό ετήσιο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών της ποσό ίσο με το 25%.
Σημειώνεται ότι στο Μισθοδικείο συμμετέχουν καθηγητές των Νομικών Σχολών της χώρας, δικαστές και δικηγόροι. Επίσης, όταν συζητείται αγωγή δικαστή της ποινικής και πολιτικής Δικαιοσύνης (αρεοπαγίτη, εφέτη, κ.λπ.) προεδρεύει ο πρόεδρός ή αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και όταν συζητείται αγωγή δικαστή της Διοικητικής Δικαιοσύνης (συμβούλου Επικρατείας, διοικητικού εφέτη, κ.λπ.) προεδρεύει ο πρόεδρος ή αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Στο Μισθοδικείο έχουν προσφύγει δικαστικές Ενώσεις, δικαστές, εισαγγελείς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου